χειμαδιό — το 1. μέρος κατάλληλο για να περάσουν το χειμώνα τα γιδοπρόβατα. 2. κάθε τόπος προφυλαγμένος από τις κακοκαιρίες του χειμώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχειμαδιό — το τόπος για ξεχειμώνιασμα, χειμαδιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + χειμαδιό] … Dictionary of Greek
Tembi (Gemeinde) — Gemeinde Tembi Δήμος Τεμπών … Deutsch Wikipedia
αγίλι — το 1. μάντρα ποιμνίων 2. το μέρος όπου τα ζώα περνούν τον χειμώνα, χειμαδιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aĝil] … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
παραχειμάδιον — το, Μ 1. τόπος όπου παραχειμάζει κανείς, μέρος κατάλληλο για διαχείμαση, χειμαδιό 2. φρ. «καιρὸς παραχειμαδίου» η εποχή που πηγαίνουν για διαχείμαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χειμάδιον (< χειμάζω)] … Dictionary of Greek
χειμάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου. * * * το / χειμάδιον ΝΜΑ τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση νεοελλ. (κυρίως… … Dictionary of Greek
χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το, Ν 1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο… … Dictionary of Greek