χειμαδιό

χειμαδιό
Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA του Πύργου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοιλαδίου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 315 μ.), στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας, του νομού Πρεβέζης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.).
* * *
το, Ν
1. τόπος προφυλαγμένος από το κρύο και κατάλληλος για τη διαχείμαση ποιμνίων
2. συνεκδ. διαχείμαση, ξεχειμώνιασμα
3. μτφ. κάθε τοποθεσία προφυλαγμένη από το κρύο τού χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμάδιον με συνίζηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειμαδιό — το 1. μέρος κατάλληλο για να περάσουν το χειμώνα τα γιδοπρόβατα. 2. κάθε τόπος προφυλαγμένος από τις κακοκαιρίες του χειμώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχειμαδιό — το τόπος για ξεχειμώνιασμα, χειμαδιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + χειμαδιό] …   Dictionary of Greek

  • Tembi (Gemeinde) — Gemeinde Tembi Δήμος Τεμπών …   Deutsch Wikipedia

  • αγίλι — το 1. μάντρα ποιμνίων 2. το μέρος όπου τα ζώα περνούν τον χειμώνα, χειμαδιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aĝil] …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • παραχειμάδιον — το, Μ 1. τόπος όπου παραχειμάζει κανείς, μέρος κατάλληλο για διαχείμαση, χειμαδιό 2. φρ. «καιρὸς παραχειμαδίου» η εποχή που πηγαίνουν για διαχείμαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χειμάδιον (< χειμάζω)] …   Dictionary of Greek

  • χειμάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου. * * * το / χειμάδιον ΝΜΑ τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση νεοελλ. (κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το, Ν 1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”